- ξενοκτόνος
- ξενοκτόνοςslaying guestsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοκτόνος — ξενοκτόνος, ον (Α) αυτός που φονεύει τους φιλοξενουμένους του ή τους ξένους που φτάνουν στη χώρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μνηστηρο κτόνος] … Dictionary of Greek
ξενοκτόνον — ξενοκτόνος slaying guests masc/fem acc sg ξενοκτόνος slaying guests neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοκτόνοι — ξενοκτόνος slaying guests masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοκτόνοις — ξενοκτόνος slaying guests masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοκτόνου — ξενοκτόνος slaying guests masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοκτόνους — ξενοκτόνος slaying guests masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοκτόνων — ξενοκτόνος slaying guests masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
ξενοκτονία — ξενοκτονία, ἡ (Α) [ξενοκτόνος] 1. ο φόνος ξένων ή φίλων («περὶ τῆς Βουσίριδος ξενοκτονίας παρὰ τοῑς Ἕλλησιν ἐνισχύσαι τὸν μῡθον», Διόδ.) 2. ο φόνος φιλοξενούντος ή φιλοξενουμένου … Dictionary of Greek